δειγματολήπτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δειγματολήπτρια | οι | δειγματολήπτριες |
| γενική | της | δειγματολήπτριας | των | δειγματοληπτριών |
| αιτιατική | τη | δειγματολήπτρια | τις | δειγματολήπτριες |
| κλητική | δειγματολήπτρια | δειγματολήπτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δειγματολήπτρια < δειγματολήπτης + -τρια < δείγμα + -ο- + λήπτης
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δειγματολήπτης, δείγμα, δείχνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
δειγματολήπτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.