δεδεκασμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δεδεκασμένος | ἡ | δεδεκασμένη | τὸ | δεδεκασμένον |
| γενική | τοῦ | δεδεκασμένου | τῆς | δεδεκασμένης | τοῦ | δεδεκασμένου |
| δοτική | τῷ | δεδεκασμένῳ | τῇ | δεδεκασμένῃ | τῷ | δεδεκασμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | δεδεκασμένον | τὴν | δεδεκασμένην | τὸ | δεδεκασμένον |
| κλητική ὦ! | δεδεκασμένε | δεδεκασμένη | δεδεκασμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | δεδεκασμένοι | αἱ | δεδεκασμέναι | τὰ | δεδεκασμένᾰ |
| γενική | τῶν | δεδεκασμένων | τῶν | δεδεκασμένων | τῶν | δεδεκασμένων |
| δοτική | τοῖς | δεδεκασμένοις | ταῖς | δεδεκασμέναις | τοῖς | δεδεκασμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | δεδεκασμένους | τὰς | δεδεκασμένᾱς | τὰ | δεδεκασμένᾰ |
| κλητική ὦ! | δεδεκασμένοι | δεδεκασμέναι | δεδεκασμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεδεκασμένω | τὼ | δεδεκασμένᾱ | τὼ | δεδεκασμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | δεδεκασμένοιν | τοῖν | δεδεκασμέναιν | τοῖν | δεδεκασμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
δεδεκασμένος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (δεδέκασμαι) του ρήματος δεκάζω (μεταφορικά): παρασυρμένος από κάποια αδυναμία ή πάθος
- ※ 3ος↓ αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 4.1, @scaife.perseus
- λειπομένων δʼ ἔτι μερικῶν ζητήσεων, ὧν μάλιστα ἡ τοῦ συμφέροντος ἐπαγγελία ἐξαπατᾶ τούς ὑπὸ τῶν ἡδονῶν δεδεκασμένους,
- ※ 3ος↓ αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 6.8.13 p.748 @scaife.perseus
- ἔστι γὰρ ὄντως ἡ ἀγαθοῦ φύσις θέλησις αὑτοῦ οὐ δεδεκασμένου οὐδὲ τῇ ἑαυτοῦ φύσει ἐπισπωμένου, ἀλλ̓ ἑαυτὸν ἑλομένου, ὅτι μηδὲ ἦν ἄλλο, ἵνα πρὸς ἐκεῖνο ἑλχθῇ.
- ※ 3ος↓ αιώνας ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 4.1, @scaife.perseus
Πηγές
- δεκάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεκάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.