δασοκομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δασοκομικός | η | δασοκομική | το | δασοκομικό |
| γενική | του | δασοκομικού | της | δασοκομικής | του | δασοκομικού |
| αιτιατική | τον | δασοκομικό | τη | δασοκομική | το | δασοκομικό |
| κλητική | δασοκομικέ | δασοκομική | δασοκομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δασοκομικοί | οι | δασοκομικές | τα | δασοκομικά |
| γενική | των | δασοκομικών | των | δασοκομικών | των | δασοκομικών |
| αιτιατική | τους | δασοκομικούς | τις | δασοκομικές | τα | δασοκομικά |
| κλητική | δασοκομικοί | δασοκομικές | δασοκομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δασοκόμος
Μεταφράσεις
δασοκομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.