δασαρχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δασαρχείο τα δασαρχεία
      γενική του δασαρχείου των δασαρχείων
    αιτιατική το δασαρχείο τα δασαρχεία
     κλητική δασαρχείο δασαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασαρχείο < δασάρχης

Ουσιαστικό

δασαρχείο ουδέτερο

  1. η δασική υπηρεσία, η δημόσια υπηρεσία που έχει υπό την ευθύνη της τις δασικές περιοχές
  2. το κτήριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.