δανδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανδισμός οι δανδισμοί
      γενική του δανδισμού των δανδισμών
    αιτιατική τον δανδισμό τους δανδισμούς
     κλητική δανδισμέ δανδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δανδισμός < δανδής + -ισμός < γαλλική dandy < αγγλική dandy

Ουσιαστικό

δανδισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.