δανδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δανδισμός | οι | δανδισμοί |
| γενική | του | δανδισμού | των | δανδισμών |
| αιτιατική | τον | δανδισμό | τους | δανδισμούς |
| κλητική | δανδισμέ | δανδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δανδισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του δανδή, όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμπεριφορά του ατόμου εκείνου με επιτηδευμένο ντύσιμο και προσποιητούς αριστοκρατικούς τρόπους
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δανδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.