δαλματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαλματικός η δαλματική το δαλματικό
      γενική του δαλματικού της δαλματικής του δαλματικού
    αιτιατική τον δαλματικό τη δαλματική το δαλματικό
     κλητική δαλματικέ δαλματική δαλματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαλματικοί οι δαλματικές τα δαλματικά
      γενική των δαλματικών των δαλματικών των δαλματικών
    αιτιατική τους δαλματικούς τις δαλματικές τα δαλματικά
     κλητική δαλματικοί δαλματικές δαλματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαλματικός < ελληνιστική κοινή Δαλματικός < Δαλματ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðal.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαλματικός

Επίθετο

δαλματικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στη, ανήκει ή προέρχεται από τη Δαλματία ή τους Δαλματούς

Συγγενικά

  • δαλματικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.