δαγκώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δαγκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαγκώνω

Ρήμα

δαγκώνομαι, πρτ.: δαγκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα δαγκωθώ, αόρ.: δαγκώθηκα, μτχ.π.π.: δαγκωμένος

  1. με δαγκώνουν
  2. δαγκώνω τα χείλη μου επειδή συνειδητοποιώ ότι είπα κάτι που δεν έπρεπε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.