δαίδαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δαίδαλος | οι | δαίδαλοι |
| γενική | του | δαίδαλου & δαιδάλου |
των | δαίδαλων & δαιδάλων |
| αιτιατική | τον | δαίδαλο | τους | δαίδαλους & δαιδάλους |
| κλητική | δαίδαλε | δαίδαλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δαίδαλος < αρχαία ελληνική δαίδαλος
Ουσιαστικό
δαίδαλος αρσενικό
- που έχει περίπλοκο σχήμα και μοιάζει με λαβύρινθο
- (μεταφορικά) που είναι πολύπλοκος και δύσκολα μπορείς να βγάλεις άκρη
Μεταφράσεις
δαίδαλος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δαίδαλος < αβέβαιης ετυμολογίας
Επίθετο
δαίδαλος
- που έχει πολλά σχέδια ή λεπτομέρειες και έχει δουλευτεί με επιδεξιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.