δίλεφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίλεφτος | η | δίλεφτη | το | δίλεφτο |
| γενική | του | δίλεφτου | της | δίλεφτης | του | δίλεφτου |
| αιτιατική | τον | δίλεφτο | τη | δίλεφτη | το | δίλεφτο |
| κλητική | δίλεφτε | δίλεφτη | δίλεφτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίλεφτοι | οι | δίλεφτες | τα | δίλεφτα |
| γενική | των | δίλεφτων | των | δίλεφτων | των | δίλεφτων |
| αιτιατική | τους | δίλεφτους | τις | δίλεφτες | τα | δίλεφτα |
| κλητική | δίλεφτοι | δίλεφτες | δίλεφτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίλεφτος < δίλεπτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐λε‐φτος
Εκφράσεις
- δε δίνω δίλεφτο
Μεταφράσεις
δίλεφτος
|
→ δείτε τη λέξη δίλεπτος |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.