γῆθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γῆθος τὰ γήθη - γήθε
      γενική τοῦ γήθους - γήθεος τῶν γηθῶν - γηθέων
      δοτική τῷ γήθει - γήθεῐ̈ τοῖς γήθεσ(ν)
    αιτιατική τὸ γῆθος τὰ γήθη - γήθεα
     κλητική ! γῆθος γήθη - γήθεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γήθει - γήθεε
γεν-δοτ τοῖν  γηθοῖν - γηθέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γῆθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γῆθος, -εος και -ους ουδέτερο

 συνώνυμα: γηθοσύνη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.