γηθοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γηθοσύνη οι γηθοσύνες
      γενική της γηθοσύνης των γηθοσυνών
    αιτιατική τη γηθοσύνη τις γηθοσύνες
     κλητική γηθοσύνη γηθοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γηθοσύνη < αρχαία ελληνική γηθοσύνη

Ουσιαστικό

γηθοσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.