γόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γόμος | οι | γόμοι |
| γενική | του | γόμου | των | γόμων |
| αιτιατική | τον | γόμο | τους | γόμους |
| κλητική | γόμε | γόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γόμος < αρχαία ελληνική γόμος (και γέμος, φορτίο, φορτίο πλοίου αρχικά, ζωμός κρεάτος, φαγητό) < γέμω
Συγγενικά
- γομάτος = γεμάτος, γεμιστός
- γομόω = γεμίζω
- γόμος = φορτίο ζώου
- γόμος + αίρω = γομάριον
Μεταφράσεις
γόμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.