γυναικώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικώδης η γυναικώδης το γυναικώδες
      γενική του γυναικώδους της γυναικώδους του γυναικώδους
    αιτιατική τον γυναικώδη τη γυναικώδη το γυναικώδες
     κλητική γυναικώδη(ς) γυναικώδης γυναικώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικώδεις οι γυναικώδεις τα γυναικώδη
      γενική των γυναικωδών των γυναικωδών των γυναικωδών
    αιτιατική τους γυναικώδεις τις γυναικώδεις τα γυναικώδη
     κλητική γυναικώδεις γυναικώδεις γυναικώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυναικώδης < αρχαία ελληνική γυναικώδης (όμοιος με γυναίκα)

Επίθετο

γυναικώδης, -ης, -ες

  • που παραπέμπει σε γυναίκα, ενώ αφορά άνδρα
γυναικώδης συμπεριφορά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.