γυναικοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικοδουλειά οι γυναικοδουλειές
      γενική της γυναικοδουλειάς των γυναικοδουλειών
    αιτιατική τη γυναικοδουλειά τις γυναικοδουλειές
     κλητική γυναικοδουλειά γυναικοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυναικοδουλειά < γυναίκα και δουλειά

Ουσιαστικό

γυναικοδουλειά θηλυκό (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)

  1. ερωτοδουλειά που αφορά άνδρα, δηλαδή ερωτική περιπέτεια κάποιου αρσενικού
  2. σχετικο με γυναίκα, δημιουργημένο από γυναίκα, ταιριαστό σε γυναίκα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.