γυναικοφέρσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γυναικοφέρσιμο | τα | γυναικοφερσίματα |
| γενική | του | γυναικοφερσίματος | των | γυναικοφερσιμάτων |
| αιτιατική | το | γυναικοφέρσιμο | τα | γυναικοφερσίματα |
| κλητική | γυναικοφέρσιμο | γυναικοφερσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γυναικοφέρσιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.