γυαλιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γυαλιάς | οι | γυαλιάδες |
| γενική | του | γυαλιά | των | γυαλιάδων |
| αιτιατική | τον | γυαλιά | τους | γυαλιάδες |
| κλητική | γυαλιά | γυαλιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
- άγυαλος
Ομώνυμα / Ομόηχα
Μεταφράσεις
γυαλιάς
|
|
Σημείωση: Ο Γιαλιάς είναι μεγάλος χείμαρρος της Κύπρου. (ομόηχη λέξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.