γυάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυάλα οι γυάλες
      γενική της γυάλας
    αιτιατική τη γυάλα τις γυάλες
     κλητική γυάλα γυάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυάλα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝa.la/

Ουσιαστικό

γυάλα θηλυκό

  1. γυάλινο δοχείο σφαιρικού σχήματος, που συχνά χρησιμοποιείται ως μικρό ενυδρείο
  2. η γυάλινη σφαίρα που έχουν τα μέντιουμ
  3. (μεταφορικά) χώρος απόλυτα ασφαλής
    στη γυάλα μεγάλωσες;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.