γυάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυάλα | οι | γυάλες |
| γενική | της | γυάλας | — | |
| αιτιατική | τη | γυάλα | τις | γυάλες |
| κλητική | γυάλα | γυάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυάλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝa.la/
Ουσιαστικό
γυάλα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.