γέρρον

Αρχαία ελληνικά (grc)


Ετυμολογία

γέρρον < ίσως εἴρω (αρμαθιάζω)

Ουσιαστικό

γέρρον ουδέτερο

  1. αντικείμενο πλεγμένο από βέργες, όπως ασπίδα πλεχτή πάνω στην οποία κολλούσαν δέρμα
  2. η επιμήκης ασπίδα των Περσών
  3. καλύβα από βέργες
  4. σκηνή

Σύνθετα

  • γερροφόροι οι στρατιώτες με πλεχτές ασπίδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.