γραφιδοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραφιδοπόλεμος οι γραφιδοπόλεμοι
      γενική του γραφιδοπόλεμου
& γραφιδοπολέμου
των γραφιδοπόλεμων
& γραφιδοπολέμων
    αιτιατική τον γραφιδοπόλεμο τους γραφιδοπόλεμους
& γραφιδοπολέμους
     κλητική γραφιδοπόλεμε γραφιδοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραφιδοπόλεμος < γραφίδα + -ο- + πόλεμος

Ουσιαστικό

γραφιδοπόλεμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.