γρίνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρίνιασμα | τα | γρινιάσματα |
| γενική | του | γρινιάσματος | των | γρινιασμάτων |
| αιτιατική | το | γρίνιασμα | τα | γρινιάσματα |
| κλητική | γρίνιασμα | γρινιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρίνιασμα < γρινιάζω
Ουσιαστικό
γρίνιασμα θηλυκό
- (σπάνιο) η γκρίνια, η φαγωμάρα, η διχόνοια, το διαρκές παράπονο, η μουρμούρα, το ανικανοποίητο
- ※ Κι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γρίνιασμα της λύρας του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1896)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.