γρίνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρίνιασμα τα γρινιάσματα
      γενική του γρινιάσματος των γρινιασμάτων
    αιτιατική το γρίνιασμα τα γρινιάσματα
     κλητική γρίνιασμα γρινιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρίνιασμα < γρινιάζω

Ουσιαστικό

γρίνιασμα θηλυκό

  • γκρίνιασμα
  • γρινιασμός (Carl Weigel, Λεξικόν ἁπλορωμαικόν γερμανικόν και ἰταλικόν. Neugriechisches Teutsch-Italiänisches Wörterbuch, 1796, σελ. 297 )
  • γρίνα
  • γκρίνια
  • γρίνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.