γούτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γούτος οι γούτοι
      γενική του γούτου των γούτων
    αιτιατική τον γούτο τους γούτους
     κλητική γούτε γούτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γούτος < λείπει η ετυμολογία
Γούτος σε περβάζι.

Ουσιαστικό

γούτος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.