γουνάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γουνάριο | τα | γουνάρια |
| γενική | του | γουνάριου | των | γουνάριων |
| αιτιατική | το | γουνάριο | τα | γουνάρια |
| κλητική | γουνάριο | γουνάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γουνάριο < μεσαιωνική ελληνική γουνάριος
Ουσιαστικό
γουνάριο ουδέτερο
- μικρό τμήμα γούνας
- το κατάστημα πώλησης γουναρικών στην Κωνσταντινούπολη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γουνάριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.