γονοτυπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γονοτυπικός | η | γονοτυπική | το | γονοτυπικό |
| γενική | του | γονοτυπικού | της | γονοτυπικής | του | γονοτυπικού |
| αιτιατική | τον | γονοτυπικό | τη | γονοτυπική | το | γονοτυπικό |
| κλητική | γονοτυπικέ | γονοτυπική | γονοτυπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γονοτυπικοί | οι | γονοτυπικές | τα | γονοτυπικά |
| γενική | των | γονοτυπικών | των | γονοτυπικών | των | γονοτυπικών |
| αιτιατική | τους | γονοτυπικούς | τις | γονοτυπικές | τα | γονοτυπικά |
| κλητική | γονοτυπικοί | γονοτυπικές | γονοτυπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γονότυπος
Μεταφράσεις
γονοτυπικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.