γομάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γομάρι | τα | γομάρια |
| γενική | του | γομαριού | των | γομαριών |
| αιτιατική | το | γομάρι | τα | γομάρια |
| κλητική | γομάρι | γομάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γομάρι < μεσαιωνική ελληνική γομάρι(ο)ν < υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού γόμος (=φόρτωμα) < γέμω
Ουσιαστικό
γομάρι ουδέτερο
- φορτίο που μεταφέρεται από ζώο
- μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
- κουβάλησε πέντε γομάρια ξύλα
- μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
- (κατ’ επέκταση) γάιδαρος, φορτηγό ζώο
- (υβριστικά, για άνθρωπο αγενή)
- Είσαι ένα γομάρι και μισό
- Ρε γομάρια!
- αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός
- Έπεσε πάνω μου ένα γομάρι
Παράγωγα
- γομαροειδής (αργκό, νεολογισμός)
Μεταφράσεις
γομάρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.