γνωματεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γνωματεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωματεύω
  2. θα γνωματεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωματεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γνωματεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμάτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.