γνέψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνέψιμο τα γνεψίματα
      γενική του γνεψίματος των γνεψιμάτων
    αιτιατική το γνέψιμο τα γνεψίματα
     κλητική γνέψιμο γνεψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνέψιμο < γνέφω + -ιμο

Ουσιαστικό

γνέψιμο ουδέτερο

  • κίνηση του χεριού ή του κεφαλιού με την οποία απευθυνόμαστε σε κάποιον, συχνά για να τον καλέσουμε κοντά μας ή να του δώσουμε ένα άλλο μήνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.