γνέψιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γνέψιμο | τα | γνεψίματα |
| γενική | του | γνεψίματος | των | γνεψιμάτων |
| αιτιατική | το | γνέψιμο | τα | γνεψίματα |
| κλητική | γνέψιμο | γνεψίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γνέψιμο ουδέτερο
- κίνηση του χεριού ή του κεφαλιού με την οποία απευθυνόμαστε σε κάποιον, συχνά για να τον καλέσουμε κοντά μας ή να του δώσουμε ένα άλλο μήνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.