γλύκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γλύκας | οι | γλύκες |
| γενική | του | γλύκα | — | |
| αιτιατική | τον | γλύκα | τους | γλύκες |
| κλητική | γλύκα | γλύκες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γλύκας αρσενικό
- ο πολυαγαπημένος
- ο χαριτωμένος
- ↪ Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη γλυκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.