γλύκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλύκας οι γλύκες
      γενική του γλύκα
    αιτιατική τον γλύκα τους γλύκες
     κλητική γλύκα γλύκες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γλύκας αρσενικό

  1. ο πολυαγαπημένος
  2. ο χαριτωμένος
    Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

της γλύκας θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.