γλυφούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυφούτσικος | η | γλυφούτσικη | το | γλυφούτσικο |
| γενική | του | γλυφούτσικου | της | γλυφούτσικης | του | γλυφούτσικου |
| αιτιατική | τον | γλυφούτσικο | τη | γλυφούτσικη | το | γλυφούτσικο |
| κλητική | γλυφούτσικε | γλυφούτσικη | γλυφούτσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυφούτσικοι | οι | γλυφούτσικες | τα | γλυφούτσικα |
| γενική | των | γλυφούτσικων | των | γλυφούτσικων | των | γλυφούτσικων |
| αιτιατική | τους | γλυφούτσικους | τις | γλυφούτσικες | τα | γλυφούτσικα |
| κλητική | γλυφούτσικοι | γλυφούτσικες | γλυφούτσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυφούτσικος < γλυφός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλυφός
Μεταφράσεις
γλυφούτσικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.