γλυκοπύρηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκοπύρηνος | η | γλυκοπύρηνη | το | γλυκοπύρηνο |
| γενική | του | γλυκοπύρηνου | της | γλυκοπύρηνης | του | γλυκοπύρηνου |
| αιτιατική | τον | γλυκοπύρηνο | τη | γλυκοπύρηνη | το | γλυκοπύρηνο |
| κλητική | γλυκοπύρηνε | γλυκοπύρηνη | γλυκοπύρηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκοπύρηνοι | οι | γλυκοπύρηνες | τα | γλυκοπύρηνα |
| γενική | των | γλυκοπύρηνων | των | γλυκοπύρηνων | των | γλυκοπύρηνων |
| αιτιατική | τους | γλυκοπύρηνους | τις | γλυκοπύρηνες | τα | γλυκοπύρηνα |
| κλητική | γλυκοπύρηνοι | γλυκοπύρηνες | γλυκοπύρηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
γλυκοπύρηνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.