γλυκοπατάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλυκοπατάτα | οι | γλυκοπατάτες |
| γενική | της | γλυκοπατάτας | των | γλυκοπατατών |
| αιτιατική | τη | γλυκοπατάτα | τις | γλυκοπατάτες |
| κλητική | γλυκοπατάτα | γλυκοπατάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣli.ko.paˈta.ta/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.