γλεντάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλεντάω < γλεντ(ώ) + -άω < οθωμανική τουρκική اگلنمك (ρήμα, τουρκική eğlenmek), ρηματικοί τύποι με θέμα eğlend-

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣlenˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλεντάω

Ρήμα

γλεντάω/γλεντώ, πρτ.: γλεντούσα/γλένταγα, αόρ.: γλέντησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • διασκεδάζω, περνάω καλά
    Γλέντησα με την ψυχή μου!
    Θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου
    Γλέντα τη ζωή σου!

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γλέντι

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.