oiseau
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| oiseau | oiseaux |
Προφορά
- ΔΦΑ : /wa.zo/
- ⓘ
Ουσιαστικό
oiseau (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
- à vol d'oiseau - λέγεται για απευθείας αποστάσεις, δηλαδή σαν να πήγαινε κάποιος πετώντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.