γκρεμνά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | γκρεμνός | οι | γκρεμνοί | τα | γκρεμνά |
| γενική | του | γκρεμνού | των | γκρεμνών | των | γκρεμνών |
| αιτιατική | τον | γκρεμνό | τους | γκρεμνούς | τα | γκρεμνά |
| κλητική | γκρεμνέ | γκρεμνοί | γκρεμνά | |||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- γκρεμνά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του γκρεμνός (αρσενικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.