γκορτσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκορτσιά | οι | γκορτσιές |
| γενική | της | γκορτσιάς | των | γκορτσιών |
| αιτιατική | την | γκορτσιά | τις | γκορτσιές |
| κλητική | γκορτσιά | γκορτσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡoɾˈt͡sça/ (επίσης, με ποικίλες ιδιωματικές προφορές)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκορ‐τσιά
Ουσιαστικό
γκορτσιά θηλυκό
- (φυτό) η αγριαχλαδιά
- φυτό, παρωχημένο, ή σε ορισμένες περιοχές) ο Προύνος ο ακανθώδης [5]
- ≈ συνώνυμα: μαμουσιά, τσαμπουρνιά
ιδιωματικά [6]
- αγκορτσιά (όπως στην Πελοπόννησο), αγκορίτσα
- γκορίτσα (και δείτε τα παράγωγα)
- γκορνιτσιά
- γκουρίτζα
- γορίτσα
Συγγενικά
- Γκορτσιά (τοπωνύμιο, όπως και πολλοί άλλοι τύποι)
- αγριογκορτσιά
με θέμα γκοριτσ- (και παραλλαγές με γκορτσ-, με γκοριτσ-)
- γκοριτσαπιδιά
- γκοριτσάπιδο
- γκοριτσαρμιά
- γκοριτσάς
- γκοριτσαχλαδιά
- γκοριτσάχλαδο
- γκοριτσίσιος / γκοριτσήσιος
- γκοριτσιά
- γκορίτσινος
- γκοριτσίτσα
- γκόριτσο / γκόρτσο / γκόρνιτσο
- γκοριτσοβάλανα (πληθυντικός)
- γκοριτσόγιδα
- γκοριτσοζούμι
- γκοριτσόκλαρο
- γκοριτσολαιμιάζω
- γκοριτσολαίμικος
- γκοριτσολογώ
- γκοριτσόμηλο
- γκοριτσόξυλο
- γκοριτσοπούλα
- γκοριτσούδα
- γκοριτσούλα
-
γκορτσιά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γκορτσιά
|
→ δείτε τη λέξη αγριαχλαδιά |
Αναφορές
- «γκορτσιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- τύπος «γκοριτσιά» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- σελ.180 - Derksen, Rick (2008) Etymological Dictionary of the Slavic Inherited Lexicon [Ετυμολογικό λεξικό του σλαβικού κληρονομημένου λεξιλογίου] (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 4), Leiden, Boston: Brill
- γκορτσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- γκορίτσα, γκοριτσιά - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.