γκινιαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκινιαδόρος οι γκινιαδόροι
      γενική του γκινιαδόρου των γκινιαδόρων
    αιτιατική τον γκινιαδόρο τους γκινιαδόρους
     κλητική γκινιαδόρε γκινιαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκινιαδόρος < γκίνια + -αδόρος

Επίθετο

γκινιαδόρος


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.