γκασμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκασμάς οι γκασμάδες
      γενική του γκασμά των γκασμάδων
    αιτιατική τον γκασμά τους γκασμάδες
     κλητική γκασμά γκασμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκασμάς < κασμάς, με ηχηροποίηση του [k] > [ɡ] από συμπροφορά με την αιτιατική άρθρου «έναν/τον κασμά» [toŋ‿ɡaˈzma > to‿ɡaˈzma]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡaˈzmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκασμάς

Ουσιαστικό

γκασμάς αρσενικό

  • (λαϊκό) μορφή προφοράς του κασμάς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.