γκαρμπολάχανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαρμπολάχανο τα γκαρμπολάχανα
      γενική του γκαρμπολάχανου των γκαρμπολάχανων
    αιτιατική το γκαρμπολάχανο τα γκαρμπολάχανα
     κλητική γκαρμπολάχανο γκαρμπολάχανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαρμπολάχανο < καρμπολάχανο με τροπή [k] > [ɡ] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρμπολάχανο < *κραμπολάχανο < αρχαία ελληνική κράμβη + -ο- + λάχανον (λάχανο)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

γκαρμπολάχανο ουδέτερο

  • (λαχανικό) το καρμπολάχανο
      Κάποιοι δε ομοϊδεάτες, εδώ σ'εμάς, πήγαν ακόμα παραπέρα, όταν αποκαλύφθηκε το μέγεθος της κόλασης και του ζόφου που πρέκυψε, γράφοντας πως τα ραδίκια και τα γκαρμπολάχανα που μολύνθηκαν απ' τη ραδιενέργεια είναι όχι μόνο ακίνδυνα, αλλά πιο βιταμινούχα, αντι-οξειδωτικά και με αντι-ρυτιδική δράση. (Σαπίζοντας από ωριμότητα, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 17/04/2021 )
      Από την κατηγορία των λαχανικών, αυτά που καταναλώνονταν περισσότερο, ήταν οι πατάτες, τα πράσα και το άσπρο λάχανο το λεγόμενο «γκαρμπολάχανο» (Βασιλική Ζέρβα, «Παραδοσιακή οικοσκευή, οικοτεχνία και οικοβιώματα στο χωριό Κρανιά Ελασσόνας. Συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη με βάση τον παραδοσιακό πολιτισμό», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2001-2002, σελ. 64 )
      Ο κακός χαμός έγινε σε κηδεία στο Χαλάνδρι, όταν η νύφη ξεμάλλιασε την κουνιάδα που μόλις είχε βγει από το κομμωτήριο με «γκαρμπολάχανο» μαλλί, για να πάει στην εξόδιο ακολουθία της μάνας της! (Χαμός σε κηδεία στο Χαλάνδρι: Νύφη ξεμάλλιασε την κουνιάδα, eretikos.gr, 07/02/2020 )

Συνώνυμα

  • κραμβολάχανο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.