στραβομάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραβομάρα οι στραβομάρες
      γενική της στραβομάρας
    αιτιατική τη στραβομάρα τις στραβομάρες
     κλητική στραβομάρα στραβομάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβομάρα < στραβός + -ομάρα

Ουσιαστικό

στραβομάρα[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στραβωμάρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.