γκαβομάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαβομάρα οι γκαβομάρες
      γενική της γκαβομάρας
    αιτιατική την γκαβομάρα τις γκαβομάρες
     κλητική γκαβομάρα γκαβομάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαβομάρα < γκαβός + -ομάρα

Ουσιαστικό

γκαβομάρα θηλυκό

  1. (υβριστικό, μειωτικό) στραβομάρα
  2. αλληθωρισμός, αλληθωριά[1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλλοιθωριά -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.