γιρλάντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γιρλάντα | οι | γιρλάντες |
| γενική | της | γιρλάντας | των | γιρλαντών |
| αιτιατική | τη | γιρλάντα | τις | γιρλάντες |
| κλητική | γιρλάντα | γιρλάντες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιρλάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ghirlanda
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.