γιαουρτάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιαουρτάδικο | τα | γιαουρτάδικα |
| γενική | του | γιαουρτάδικου | των | γιαουρτάδικων |
| αιτιατική | το | γιαουρτάδικο | τα | γιαουρτάδικα |
| κλητική | γιαουρτάδικο | γιαουρτάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαουρτάδικο < γιαούρτ(ι) + -άδικο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝa.uɾˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ουρ‐τά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
γιαουρτάδικο ουδέτερο
- κατάστημα όπου πωλούνται γιαούρτια
- βιοτεχνία ή ατομική, οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής γιαουρτιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.