εὐγαθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐγαθής | τὸ | εὐγαθές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐγαθοῦς | τοῦ | εὐγαθοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐγαθεῖ | τῷ | εὐγαθεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐγαθῆ | τὸ | εὐγαθές | ||
| κλητική ὦ! | εὐγαθές | εὐγαθές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐγαθεῖς | τὰ | εὐγαθῆ | ||
| γενική | τῶν | εὐγαθῶν | τῶν | εὐγαθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐγαθέσῐ(ν) | τοῖς | εὐγαθέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐγαθεῖς | τὰ | εὐγαθῆ | ||
| κλητική ὦ! | εὐγαθεῖς | εὐγαθῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐγαθεῖ | τὼ | εὐγαθεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐγαθοῖν | τοῖν | εὐγαθοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὐγαθής, -ής, -ές
- δωρικός τύπος του *εὐγηθής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 792 (792-793)
- αὔξετ᾽ εὐγαθεῖ κελάδωι | ἐμὰν πόλιν, ἐμὰ τείχη,
- ελάτε με χαρούμενον αχό | στην πόλη και στα τείχη μας
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- αὔξετ᾽ εὐγαθεῖ κελάδωι | ἐμὰν πόλιν, ἐμὰ τείχη,
- ≈ συνώνυμα: εὐγάθητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 792 (792-793)
Πηγές
- εὐγηθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐγαθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.