πολυγηθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυγηθής | τὸ | πολυγηθές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυγηθοῦς | τοῦ | πολυγηθοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυγηθεῖ | τῷ | πολυγηθεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυγηθῆ | τὸ | πολυγηθές | ||
| κλητική ὦ! | πολυγηθές | πολυγηθές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυγηθεῖς | τὰ | πολυγηθῆ | ||
| γενική | τῶν | πολυγηθῶν | τῶν | πολυγηθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυγηθέσῐ(ν) | τοῖς | πολυγηθέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυγηθεῖς | τὰ | πολυγηθῆ | ||
| κλητική ὦ! | πολυγηθεῖς | πολυγηθῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυγηθεῖ | τὼ | πολυγηθεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυγηθοῖν | τοῖν | πολυγηθοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολυγηθής, -ής, -ές
- πολύ τερπνός, πολύ χαρούμενος, ευφρόσυνος, γοητευτικός, σαγηνευτικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 450 (450-452)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι | ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα | Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
- Και όταν το τέλος έφεραν οι χαροδότρες ώρες, | δυναστικώς μας κράτησεν εκείνος τον μισθόν μας, | ο πάγκακος και με φρικτές μας έδιωξε φοβέρες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος πολυγηθέες ὧραι | ἐξέφερον, τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα | Λαομέδων ἔκπαγλος, ἀπειλήσας δ᾽ ἀπέπεμπε.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 941 (940-942)
- Καδμηὶς δ᾽ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν | μιχθεῖσ᾽ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα, | ἀθάνατον θνητή· νῦν δ᾽ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
- Του Κάδμου η κόρη, η Σεμέλη, στο Δία γέννησε γιο λαμπρό, | σαν έσμιξε ερωτικά μαζί του, τον πολύτερπνο Διόνυσο, | έναν αθάνατο η θνητή. Μα τώρα και οι δυο είναι θεοί.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Καδμηὶς δ᾽ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν | μιχθεῖσ᾽ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα, | ἀθάνατον θνητή· νῦν δ᾽ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 450 (450-452)
- δωρικός τύπος : πολυγαθής
- πολύγηθος
Πηγές
- πολυγηθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυγηθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.