γεώσφαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεώσφαιρα οι γεώσφαιρες
      γενική της γεώσφαιρας των γεωσφαιρών
    αιτιατική τη γεώσφαιρα τις γεώσφαιρες
     κλητική γεώσφαιρα γεώσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεώσφαιρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γεώσφαιρα θηλυκό


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.