βιόσφαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιόσφαιρα οι βιόσφαιρες
      γενική της βιόσφαιρας των βιοσφαιρών
    αιτιατική τη βιόσφαιρα τις βιόσφαιρες
     κλητική βιόσφαιρα βιόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιόσφαιρα < βίος + σφαίρα

Ουσιαστικό

βιόσφαιρα θηλυκό

  1. (βιολογία), (γεωγραφία) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών και ο χώρος που αναπτύσσονται και αναπαράγονται στη Γη
  2. η περιοχή της Γης όπου ζουν οργανισμοί σε επαφή με την λιθόσφαιρα, την ατμόσφαιρα και την υδρόσφαιρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.