γεφυράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεφυράκι τα γεφυράκια
      γενική
    αιτιατική το γεφυράκι τα γεφυράκια
     κλητική γεφυράκι γεφυράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεφυράκι < γέφυρα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

γεφυράκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γέφυρα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.