γενόσημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενόσημος η γενόσημη το γενόσημο
      γενική του γενόσημου της γενόσημης του γενόσημου
    αιτιατική τον γενόσημο τη γενόσημη το γενόσημο
     κλητική γενόσημε γενόσημη γενόσημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενόσημοι οι γενόσημες τα γενόσημα
      γενική των γενόσημων των γενόσημων των γενόσημων
    αιτιατική τους γενόσημους τις γενόσημες τα γενόσημα
     κλητική γενόσημοι γενόσημες γενόσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γενόσημος < γενόσημο + -ος

Επίθετο

γενόσημος, -η, -ο

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με τα γενόσημα ή αναφέρεται σ' αυτά
  2. που δηλώνει το γένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.