γενόσημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γενόσημος | η | γενόσημη | το | γενόσημο |
| γενική | του | γενόσημου | της | γενόσημης | του | γενόσημου |
| αιτιατική | τον | γενόσημο | τη | γενόσημη | το | γενόσημο |
| κλητική | γενόσημε | γενόσημη | γενόσημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γενόσημοι | οι | γενόσημες | τα | γενόσημα |
| γενική | των | γενόσημων | των | γενόσημων | των | γενόσημων |
| αιτιατική | τους | γενόσημους | τις | γενόσημες | τα | γενόσημα |
| κλητική | γενόσημοι | γενόσημες | γενόσημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γενόσημος < γενόσημο + -ος
Επίθετο
γενόσημος, -η, -ο
Μεταφράσεις
γενόσημος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.