γαλλιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλλιούχος | η | γαλλιούχα | το | γαλλιούχο |
| γενική | του | γαλλιούχου | της | γαλλιούχας | του | γαλλιούχου |
| αιτιατική | τον | γαλλιούχο | τη | γαλλιούχα | το | γαλλιούχο |
| κλητική | γαλλιούχε | γαλλιούχα | γαλλιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλλιούχοι | οι | γαλλιούχες | τα | γαλλιούχα |
| γενική | των | γαλλιούχων | των | γαλλιούχων | των | γαλλιούχων |
| αιτιατική | τους | γαλλιούχους | τις | γαλλιούχες | τα | γαλλιούχα |
| κλητική | γαλλιούχοι | γαλλιούχες | γαλλιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
γαλλιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.