γαληνιάζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γαληνιάζω
<
αρχαία ελληνική
γαληνιάζω
Ρήμα
γαληνιάζω
γαληνεύω
,
ηρεμώ
(για τη θάλασσα)
Συγγενικά
γαλήνεμα
,
γαληνεμός
γαλήνη
γαλήνιος
γαληνός
Ταυτόσημο
γαληνεύω
Μεταφράσεις
γαληνιάζω
αγγλικά
:
calm
(en)
γαλλικά
:
se calmer
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.