επιμεταλλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
επιμεταλλώνω (παθητική φωνή: επιμεταλλώνομαι)
- καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με στρώμα μετάλλου
Συγγενικά
- επιμεταλλωμένος
- επιμετάλλωση
- επιμεταλλωτής
- → δείτε τη λέξη μέταλλο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιμεταλλώνω | επιμετάλλωνα | θα επιμεταλλώνω | να επιμεταλλώνω | επιμεταλλώνοντας | |
| β' ενικ. | επιμεταλλώνεις | επιμετάλλωνες | θα επιμεταλλώνεις | να επιμεταλλώνεις | επιμετάλλωνε | |
| γ' ενικ. | επιμεταλλώνει | επιμετάλλωνε | θα επιμεταλλώνει | να επιμεταλλώνει | ||
| α' πληθ. | επιμεταλλώνουμε | επιμεταλλώναμε | θα επιμεταλλώνουμε | να επιμεταλλώνουμε | ||
| β' πληθ. | επιμεταλλώνετε | επιμεταλλώνατε | θα επιμεταλλώνετε | να επιμεταλλώνετε | επιμεταλλώνετε | |
| γ' πληθ. | επιμεταλλώνουν(ε) | επιμετάλλωναν επιμεταλλώναν(ε) |
θα επιμεταλλώνουν(ε) | να επιμεταλλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιμετάλλωσα | θα επιμεταλλώσω | να επιμεταλλώσω | επιμεταλλώσει | ||
| β' ενικ. | επιμετάλλωσες | θα επιμεταλλώσεις | να επιμεταλλώσεις | επιμετάλλωσε | ||
| γ' ενικ. | επιμετάλλωσε | θα επιμεταλλώσει | να επιμεταλλώσει | |||
| α' πληθ. | επιμεταλλώσαμε | θα επιμεταλλώσουμε | να επιμεταλλώσουμε | |||
| β' πληθ. | επιμεταλλώσατε | θα επιμεταλλώσετε | να επιμεταλλώσετε | επιμεταλλώστε | ||
| γ' πληθ. | επιμετάλλωσαν επιμεταλλώσαν(ε) |
θα επιμεταλλώσουν(ε) | να επιμεταλλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιμεταλλώσει | είχα επιμεταλλώσει | θα έχω επιμεταλλώσει | να έχω επιμεταλλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιμεταλλώσει | είχες επιμεταλλώσει | θα έχεις επιμεταλλώσει | να έχεις επιμεταλλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιμεταλλώσει | είχε επιμεταλλώσει | θα έχει επιμεταλλώσει | να έχει επιμεταλλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιμεταλλώσει | είχαμε επιμεταλλώσει | θα έχουμε επιμεταλλώσει | να έχουμε επιμεταλλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιμεταλλώσει | είχατε επιμεταλλώσει | θα έχετε επιμεταλλώσει | να έχετε επιμεταλλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιμεταλλώσει | είχαν επιμεταλλώσει | θα έχουν επιμεταλλώσει | να έχουν επιμεταλλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.